- λιγυράν
- λιγυρά̱ν , λιγυρόςclearfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γλαύκη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θαλάσσια θεότητα που συγχέεται με τον θεό των θαλασσών Γλαύκο, προσωποποίηση του χρώματος της θάλασσας. 2. Κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, που παντρεύτηκε τον Ιάσονα όταν απομάκρυνε τη Μήδεια. Για να… … Dictionary of Greek